Πότε πρέπει να κάνουμε τις πρώτες εξετάσεις για χοληστερίνη και κάθε πότε να τις επαναλαμβάνουμε



Της Βίκυς Κουρλιμπίνη

Ο τακτικός έλεγχος των τιμών της χοληστερίνης μπορεί να προλάβει καρδιαγγειακές παθήσεις και σύμφωνα με τις οδηγίες των καρδιολόγων καλό είναι να ξεκινά από την ενήλικη ζωή.

Γενικά, συνιστάται οι ενήλικες να κάνουν τον πρώτο τους έλεγχο χοληστερίνης περίπου στην ηλικία των 20 ετών, ειδικά αν έχουν παράγοντες κινδύνου όπως οικογενειακό ιστορικό καρδιοπαθειών, υπέρταση, διαβήτη ή παχυσαρκία. Αν τα επίπεδα είναι φυσιολογικά και δεν υπάρχουν άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες, ο έλεγχος μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 4-6 χρόνια. Ωστόσο, μετά την ηλικία των 40 ετών, ο έλεγχος πρέπει να γίνεται πιο τακτικά, ακόμα και κάθε χρόνο, ειδικά για άνδρες άνω των 45 και γυναίκες άνω των 55 ετών, καθώς αυξάνεται ο καρδιαγγειακός κίνδυνος με την ηλικία.

Οι φυσιολογικές τιμές της χοληστερίνης εξαρτώνται από το είδος της. Η ολική χοληστερίνη ιδανικά πρέπει να είναι κάτω από 200 mg/dL. Η λεγόμενη "κακή" χοληστερίνη, δηλαδή η LDL (Low-Density Lipoprotein), πρέπει να είναι κάτω από 100 mg/dL σε υγιή άτομα και ακόμα χαμηλότερη σε άτομα υψηλού κινδύνου. Από την άλλη πλευρά, η "καλή" χοληστερίνη, η HDL (High-Density Lipoprotein), θεωρείται προστατευτική για την καρδιά και επιθυμητό είναι να είναι πάνω από 40 mg/dL για τους άνδρες και πάνω από 50 mg/dL για τις γυναίκες. Τέλος, τα τριγλυκερίδια, που συχνά μετρώνται μαζί με τις τιμές της χοληστερίνης, θα πρέπει να είναι κάτω από 150 mg/dL.

Η βασική διαφορά μεταξύ καλής και κακής χοληστερίνης έχει να κάνει με τον ρόλο που παίζει η κάθε μία στο σώμα. Η LDL μεταφέρει τη χοληστερίνη από το ήπαρ στα αγγεία και μπορεί να συσσωρευτεί στα τοιχώματά τους, οδηγώντας σε αθηροσκλήρωση και αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού. Αντιθέτως, η HDL συλλέγει την περίσσεια χοληστερίνης από τους ιστούς και τα αγγεία και τη μεταφέρει πίσω στο ήπαρ για αποβολή, δρώντας έτσι προστατευτικά.

Η αύξηση της χοληστερίνης στο αίμα μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, πολλοί από τους οποίους σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και τις καθημερινές μας συνήθειες. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες είναι η κακή διατροφή, ιδιαίτερα η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε κορεσμένα και τρανς λιπαρά, όπως το βούτυρο, τα τηγανητά, τα επεξεργασμένα κρέατα, τα τυριά με πλήρη λιπαρά και τα γλυκά με υδρογονωμένα έλαια. Η παχυσαρκία και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας συμβάλλουν επίσης στην αύξηση της χοληστερίνης, καθώς επηρεάζουν τον μεταβολισμό των λιπιδίων. Επιπλέον, η γενετική προδιάθεση παίζει σημαντικό ρόλο, αφού υπάρχουν περιπτώσεις οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας που οδηγούν σε υψηλά επίπεδα LDL ακόμα και σε νεαρά άτομα.

Για τη μείωση της χοληστερίνης και τη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ, η διατροφή είναι το πιο βασικό όπλο. Η μεσογειακή διατροφή, πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, όσπρια, δημητριακά ολικής άλεσης, ψάρια και ελαιόλαδο, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ευεργετική. Η κατανάλωση φυτικών ινών, που βρίσκονται κυρίως σε λαχανικά, φρούτα και βρώμη, βοηθά στη μείωση της απορρόφησης της χοληστερίνης από το έντερο. Τα καλά λιπαρά, όπως τα μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα που περιέχονται στους ξηρούς καρπούς, το ελαιόλαδο και τα λιπαρά ψάρια όπως ο σολομός και οι σαρδέλες, μπορούν να μειώσουν την κακή LDL και να αυξήσουν την καλή HDL. Αντίθετα, πρέπει να περιορίζεται η κατανάλωση κόκκινου κρέατος και γαλακτοκομικών με πλήρη λιπαρά. Η αποφυγή ζάχαρης και επεξεργασμένων τροφίμων επίσης συμβάλλει στη ρύθμιση των επιπέδων χοληστερίνης.


Πηγή: Capital.gr