Η δύσκολη σύλληψη συνδέεται με κύηση υψηλού κινδύνου

Οι κίνδυνοι θα πρέπει να συνεκτιμώνται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης των γυναικών με προβλήματα μειωμένης γονιμότητας, επισημάνουν Αυστραλοί ερευνητές σε έκθεση που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Fertility and Sterility».

Προγενέστερες μελέτες είχαν δείξει ότι οι γυναίκες που συνέλαβαν με εξωσωματική γονιμοποίηση ή άλλες θεραπευτικές μεθόδους γονιμοποίησης, είχαν υψηλότερο κίνδυνο επιπλοκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτό που ήταν λιγότερο σαφές ήταν το κατά πόσο οι επιπλοκές αυτές συνδέονταν με τη χρήση της τεχνολογίας ή με τα υποκείμενα προβλήματα υγείας της μέλλουσας μητέρας.

Οι ερευνητές ανέλυσαν τις εγκυμοσύνες 2171 γυναικών με προβλήματα γονιμότητας που τελικά όμως έμειναν έγκυες χωρίς εξωτερική βοήθεια και οι οποίες συγκρίθηκαν με μια τυχαία επιλεγμένη ομάδα 4363 γυναικών από το γενικό πληθυσμό (ομάδα ελέγχου).

Σε σύγκριση λοιπόν με την ομάδα ελέγχου, οι γυναίκες που είχαν προβλήματα, ήταν πιθανότερο να αναπτύξουν επιπλοκές κατά την εγκυμοσύνη. Για παράδειγμα, 8% των γυναικών αυτών είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση ή προεκλαμψία (μια δυνητικά επικίνδυνη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση και πρωτεϊνουρία και αναπτύσσεται στο δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της κύησης), σε σύγκριση με περίπου 5% των αντίστοιχων περιπτώσεων στο γενικό πληθυσμό. Περίπου το 35% των γυναικών με προβλήματα γονιμότητας χρειάστηκε καισαρική τομή, ενώ μόνο το 23% της ομάδας ελέγχου.

Στους λοιπούς κινδύνους περιλαμβάνονται ο πρόωρος τοκετός και το μικρό βάρος κατά τη γέννηση, καθώς και η παιδική θνησιμότητα – ποσοστό όμως μικρό και σχετικά ίδιο με εκείνο της ομάδας ελέγχου.

Μετά από συνυπολογισμό και άλλων παραγόντων (όπως είναι οι προηγούμενες αμβλώσεις, κυήσεις και γεννήσεις, καθώς και αν ο τοκετός έλαβε χώρα σε ιδιωτικό ή δημόσιο νοσοκομείο) οι συντάκτες της έρευνας κατέληξαν ότι η μειωμένη γυναικεία γονιμότητα συμβάλει από μόνη της σε έναν πρόωρο τοκετό.