Η παρακεταμόλη αυξάνει τον κίνδυνο άσθματος στα παιδιά

Τα παιδιά που έχουν πάρει παρακεταμόλη το πρώτο δίμηνο της ζωής τους διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο άσθματος στην εφηβεία, ειδικά αν έχουν και συγκεκριμένο γενετικό υπόβαθρο σύμφωνα με νέα έρευνα που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας στο Παρίσι.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, με επικεφαλής την Ξιν Ντάι, παρουσίασαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία υπάρχει σχέση μεταξύ άσθματος και παρακεταμόλης, ειδικά στα παιδιά με τη μετάλλαξη GSTP1.

Το γονίδιο GST περιέχει τις οδηγίες για την παραγωγή ενζύμων που χρησιμοποιούν την αντιοξειδωτική ουσία γλουταθειόνη για να εξαλείψουν την έκθεση του σώματος και των πνευμόνων σε τοξίνες. Ο μηχανισμός αυτός βοηθά την πρόληψη κυτταρικών βλαβών και φλεγμονής.

«Η παρακεταμόλη καταναλώνει γλουταθειόνη, μειώνοντας την ικανότητα του οργανισμού να αντιμετωπίσει την έκθεση σε τοξικό παράγοντα.

Υποθέσαμε λοιπόν ότι τα άτομα που δεν έχουν πλήρη δραστηριότητα του ενζύμου GST, λόγω συχνών γενετικών μεταλλάξεων ή απαλοιφών, μπορεί να είναι επιρρεπή σε ανεπιθύμητες ενέργειες στους πνεύμονες από τη χρήση της παρακεταμπόλης», εξήγησε η ερευνήτρια.

Η επιστημονική ομάδα εστίασε σε 620 παιδιά που είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση από τη γέννηση έως και την ηλικία των 18 ετών, στο πλαίσιο της μελέτης Melbourne Atopy Cohort Study.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για την επιλογή τους είχε παίξει ρόλο και το γεγονός ότι είχαν τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειας τους (μητέρα, πατέρας, αδέρφια) με αλλεργία (άσθμα, έκζεμα, πυρετό εκ χόρτου ή σοβαρή τροφική αλλεργία).

Μετά την γέννηση των παιδιών μια νοσοκόμα επισκεπτόταν την οικογένεια ανά τέσσερις εβδομάδες για τους πρώτους 15 μήνες και έπειτα στους 18 μήνες και τα δύο χρόνια, για να καταγράψει πόσες ημέρες την εβδομάδα το παιδί είχε λάβει παρακεταμόλη.

Όταν πια τα παιδιά ήταν 18 ετών, είχαν δώσει δείγμα σάλιου ή αίματος, το οποίο ελέγχθηκε για τις μεταλλάξεις του γονιδίου GST: GSTT1, GSTM1 and GSTP1. Επίσης αξιολογήθηκαν ως προς το άσθμα και υποβλήθηκαν σε σπιρομέτρηση.

Η μετάλλαξη GSTP1 Ile/Ile (όπου το αμινοξύ ισολευκίνη έχει κληρονομηθεί και από τους δυο γονείς) συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος.

«Τα παιδιά με τη μετάλλαξη GSTP1 Ile/Ile είχαν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος μέχρι την ηλικία των 18 ετών για κάθε διπλασιασμό των ημερών έκθεσης στην παρακεταμόλη, όταν συγκρίθηκαν με παιδιά που είχαν εκτεθεί λιγότερο στην αναλγητική ουσία.

Αντίθετα, η αύξηση της έκθεσης στην παρακεταμόλη στα παιδιά με άλλους τύπους του GSTP1 δεν τροποποιούσε τον κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος», σύμφωνα με την Δρ Ντάι.

Οι ερευνητές εντόπισαν και επιδράσεις στα παιδιά των οποίων η μετάλλαξη στο GSTP1 κατά το ένα μέρος δεν ήταν λειτουργική.

Σε αυτά η αύξηση της χρήσης παρακεταμόλης σχετίστηκε με μικρή, αλλά σημαντική μείωση της ποσότητας του αέρα που μπορούσαν να εκπνεύσουν γρήγορα σε ένα δευτερόλεπτο, σε ηλικία 18 ετών.

Δε γνωρίζουν προς το παρόν οι επιστήμονες αν η σχέση μεταξύ παρακεταμόλης και πνευμονικής λειτουργίας είναι κλινικά σημαντική.

Πάντως, εντόπισαν και μερικά αδύναμα επιστημονικά στοιχεία ότι η παρακεταμόλη τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου μπορεί να σχετίζεται με μειωμένη πνευμονική λειτουργία κατά την εφηβεία, ανεξαρτήτως των μεταλλάξεων στο γονίδιο GST που φέρει το παιδί.

«Εν τέλει η μελέτη μας παρέχει περισσότερες αποδείξεις ότι η παρακεταμόλη κατά τη βρεφική ηλικία έχει ανεπιθύμητες ενέργειες στην αναπνευστική υγεία των παιδιών και ειδικά εκείνων με συγκεκριμένο γενετικό προφίλ και μπορεί πιθανόν να είναι αιτία άσθματος.

Αλλά σε κάθε περίπτωση αυτά τα ευρήματα θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από άλλες μελέτες και να γίνει καλύτερα κατανοητή η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών, πριν εκδοθούν νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τη χρήση της παρακεταμόλης στα παιδιά», κατέληξε η ερευνήτρια. 

Πηγή: www.in.gr