Τι προκαλεί χρόνια διάρροια στα παιδιά

Είναι ευκολότερο να εξετάσουμε τα αίτια της χρόνιας διάρροιας σε σχέση με την ηλικία του παιδιού. Μην ξεχνάτε ότι οι συχνές πολτώδεις κενώσεις είναι συνήθως φυσιολογικές κατά τους πρώτους μήνες της ζωής.

Το συνηθέστερο πραγματικό πρόβλημα είναι η δυσανεξία στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος που υπάρχει σε πολλές φόρμουλες. Ακόμα και τα βρέφη που τρέφονται με μητρικό γάλα μπορεί να εμφανίσουν αυτή τη διαταραχή, αν η συγκεκριμένη πρωτεΐνη υπάρχει στο γάλα της μητέρας τους. Αυτά τα βρέφη θα αρνούνται να θηλάσουν και μπορεί να κάνουν εμετό. Τα βρέφη που έχουν δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα, συνήθως χάνουν μικροσκοπικές ποσότητες πρωτεΐνης και αίματος με τα κόπρανά τους.

Αν η διάρροια επιμένει, τα βρέφη μπορεί να φαίνονται ωχρά από την αναιμία και να εμφανίσουν πρήξιμο εξαιτίας της μεγάλης πρωτεϊνικής απώλειας. Πολλά παιδιά που είναι αλλεργικά στο αγελαδινό γάλα, έχουν δυσανεξία και στην πρωτεΐνη της σόγιας. Συνεπώς, μπορεί να χρειάζονται μια ειδική υποαλλεργική φόρμουλα χωρίς γάλα και σόγια.

Ευτυχώς, στη συντριπτική πλειονότητα των παιδιών, αυτή η δυσανεξία υποχωρεί μετά το 2ο ή 3ο έτος της ηλικίας τους. Η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί επίσης να προκαλέσει χρόνια ή επίμονη διάρροια. Το σάκχαρο του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων πρέπει πρώτα να διασπαστεί από ένα ένζυμο που καλείται λακτάση, το οποίο απαντάται στις μικροσκοπικές προεκβολές των εντερικών τοιχωμάτων. Αν η ποσότητα της λακτάσης μειωθεί, είναι αδύνατη η πέψη της λακτόζης που περιέχεται στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Η άπεπτη λακτόζη φέρεται στο παχύ έντερο και υφίσταται ζύμωση, προκαλώντας σπασμό, μετεωρισμό και διάρροια. Η μόνιμη δυσανεξία στη λακτόζη δεν είναι συνήθης στα νεαρά παιδιά, ενώ απαντάται κυρίως σε παιδιά αφρικανικής και ασιατικής καταγωγής. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτά, τα συμπτώματα δεν εκδηλώνονται μέχρις ότου φτάσουν στο 2ο ή 3ο έτος της ηλικίας τους. Οι έφηβοι και οι ενήλικοι συνήθως έχουν περισσότερα συμπτώματα.

Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι συνηθέστερη ύστερα από μια διάρροια οφειλόμενη σε ιογενή γαστρεντερίτιδα. Σε αυτή την περίπτωση, οι μικρές φθορές στο εντερικό τοίχωμα μειώνουν την ποσότητα της διαθέσιμης λακτάσης, γεγονός που οδηγεί σε διαρροϊκές κενώσεις μετά την κατανάλωση γάλακτος. Αυτό το πρόβλημα είναι προσωρινό και συνήθως παρέρχεται ύστερα από λίγες εβδομάδες. Αν θεωρείτε ότι η διάρροια του παιδιού σας μπορεί να οφείλεται σε δυσανεξία στη λακτόζη, δοκιμάστε φόρμουλες χωρίς λακτόζη για νήπια. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούν να αποφεύγουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Η κοιλιοκάκη ή εντεροπάθεια από γλουτένη εμφανίζεται όταν το λεπτό έντερο καθίσταται πολύ ευαίσθητο σε μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη, τη γλουτένη. Η γλουτένη περιέχεται στο σιτάρι, τη σίκαλη, το κριθάρι και τη βρόμη. Τελικά, η δυσανεξία στη γλουτένη καταστρέφει τα εντερικά τοιχώματα, με συνέπεια την ανεπαρκή απορρόφηση των τροφών. Μια ένδειξη που μας καθοδηγεί στη διάγνωση είναι η εμφάνιση των συμπτωμάτων όταν το παιδί αρχίζει να καταναλώνει δημητριακά, συνήθως προς το τέλος του 1ου έτους της ηλικίας του. Τα περισσότερα παιδιά που έχουν δυσανεξία στη γλουτένη, είναι πολύ ευερέθιστα και αδύνατα, έχουν μειωμένα επίπεδα ενέργειας, ενώ η κοιλιά τους μπορεί να προεξέχει. Ενίοτε, η διάγνωση της κοιλιοκάκης μπορεί να είναι δύσκολη, καθώς δεν έχουμε σε όλες τις περιπτώσεις ένα αδύνατο, ιδιότροπο παιδί με διάρροια. Η διάγνωση μπορεί να μην είναι εφικτή μέχρι και την ενηλικίωση. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την ηλικία ή τον τρόπο εκδήλωσής της, η κοιλιοκάκη βελτιώνεται όταν αφαιρεθεί η γλουτένη από τη δίαιτα.

Σπανιότερα, διάρροια μπορεί να προκληθεί και από άλλες τροφικές αλλεργίες. Αν το παιδί είναι πραγματικά αλλεργικό σε κάποια τροφή, όπως τα αυγά ή οι ξηροί καρποί, το πιθανότερο είναι ότι θα εμφανίσει εξανθήματα, κνίδωση, οίδημα στα χείλη και αναπνευστική δυσχέρεια. Επίσης, μπορεί να έχει διάρροια και εμετούς. Άλλα αίτια ανεπαρκούς απορρόφησης μπορεί επίσης να προκαλέσουν διάρροια και αφύσικα κόπρανα.

Η κυστική ίνωση είναι μια κληρονομική πάθηση που εντοπίζεται, μεταξύ άλλων, και από την ανεπαρκή απορρόφηση. Οι πόροι του παγκρέατος αποφράσσονται, εμποδίζοντας τα παγκρεατικά ένζυμα να εισέλθουν στο έντερο. Συνεπώς, το παιδί δυσκολεύεται να χωνέψει τα λίπη: τα κόπρανα έχουν ελαιώδη εμφάνιση και δεν απομακρύνονται όταν τραβάμε το καζανάκι, εξακολουθώντας να επιπλέουν. Εκτός από τη διάρροια, όσα παιδιά υποφέρουν από κυστική ίνωση, προσλαμβάνουν ικανοποιητικά την τροφή, αλλά παίρνουν βάρος αργά εξαιτίας της ανεπαρκούς απορρόφησης.

Οι φλεγμονώδεις εντερικές παθήσεις, όπως η νόσος του Κρον και η ελκώδης κολίτιδα, επίσης προκαλούν χρόνια διάρροια. Αυτές οι παθήσεις σπανίζουν στα μικρότερα παιδιά και πλήττουν συνήθως τους εφήβους. Η ιδιοπαθής φλεγμονώδης εντερική νόσος είναι συνήθης και συνεπάγεται φλεγμονή του εντέρου. Τα παιδιά που υποφέρουν από νόσο του Κρον, συνήθως εμφανίζουν διάρροια, σπασμούς στην κοιλιακή χώρα ή αργή ανάπτυξη και αύξηση βάρους. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελκώδους κολίτιδας είναι η διάρροια με αίμα, η απώλεια βάρους και η βραδεία ανάπτυξη.

Όταν τα παιδιά εμφανίζουν διάρροια με αίμα, συνήθως αποδίδουμε το πρόβλημα σε κάποια βακτηριακή λοίμωξη. Ωστόσο, αν το πρόβλημα δεν υποχωρήσει και η καλλιέργεια κοπράνων δεν αποκαλύψει την ύπαρξη βακτηρίων, τα συμπτώματα μας προειδοποιούν για την ύπαρξη φλεγμονώδους εντερικής νόσου, ειδικά στους εφήβους. Πολλά υγιή παιδιά παράγουν συχνά υδαρή κόπρανα, τα οποία ενίοτε περιέχουν άπεπτα κομμάτια τροφής. Αυτά τα παιδιά δεν αναφέρουν κοιλιακό πόνο και παίρνουν βάρος με φυσιολογικό ρυθμό. Πρόκειται για την παιδική διάρροια, που μπορεί να συνδέεται με την αυξημένη κατανάλωση υγρών (ειδικά χυμούς φρούτων), καθώς τα σάκχαρα υποχρεώνουν τα περίσσια υγρά να χύνονται στο έντερο. Η μείωση της ζάχαρης στη διατροφή και η αύξηση κατανάλωσης ινών βελτιώνει τόσο τη συχνότητα των κενώσεων όσο και την υφή των κοπράνων.

Παραδόξως, η παρατεταμένη δυσκοιλιότητα μπορεί να είναι άλλο ένα αίτιο χρόνιας διάρροιας. Στα παιδιά που παράγουν πολύ μεγάλα κόπρανα, τα οποία αποφράσσουν το ορθό, μπορεί να διαφεύγουν υγρά κόπρανα γύρω από τα σκληρά. Συνήθως, το πρόβλημα εντοπίζεται από τους λεκέδες στο εσώρουχο. Αυτά τα παιδιά έχουν ιστορικό δυσκοιλιότητας, πρωκτικών ραγάδων και κενώσεων με σκληρά κόπρανα. Τα δραστικά μέτρα, υπό ιατρική επίβλεψη, μπορούν να θέσουν την κατάσταση υπό έλεγχο.

Πώς αντιμετωπίζεται η διάρροια;

Η αντιμετώπιση της διάρροιας βασίζεται στην ορθή διάγνωση. Σε γενικές γραμμές, η οξεία διάρροια αντιμετωπίζεται με την αναπλήρωση υγρών και ηλεκτρολυτών. Θα πρέπει να χορηγήσετε ειδικά διαλύματα ηλεκτρολυτών στα βρέφη, αλλά δεν χρειάζεται να διακόψετε το θηλασμό. Στα μεγαλύτερα παιδιά μπορείτε να δώσετε σούπα, τσάι και αραιωμένο φρουτοχυμό. Όσο για τη στερεά τροφή, κριτήριο είναι η όρεξη του παιδιού. Στο παρελθόν, οι γιατροί συνιστούσαν περιορισμένη πρόσληψη υγρών. Ωστόσο, αν το παιδί δεν κάνει συνεχώς εμετούς, είναι προτιμότερο να καταναλώνει ελαφριές, εύγευστες τροφές.

Απαιτούνται αντιβιοτικά για την καταπολέμηση ορισμένων βακτηρίων και παρασίτων που προκαλούν γαστρεντερίτιδα. Μολαταύτα, τα αντιβιοτικά χορηγούνται μόνο όταν έχουν εντοπιστεί τα αίτια στην καλλιέργεια κοπράνων και όταν τα συμπτώματα επιμένουν. Τα αντιδιαρροϊκά φάρμακα αντενδείκνυνται για τα παιδιά, αφενός επειδή δεν θεραπεύουν το πρόβλημα, αφετέρου επειδή μπορούν να δράσουν παραπλανητικά για τη διάγνωση. Αν η διάρροια συνεχίζεται πάνω από μία εβδομάδα, θα πρέπει να επισκεφθείτε τον παιδίατρο, προκειμένου να αξιολογήσει τα πιθανά αίτια βάσει της ηλικίας, του ιστορικού, της σωματικής εξέτασης και των εργαστηριακών εξετάσεων του παιδιού σας.


Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Υγείας του Παιδιού, Εκδόσεις Διόπτρα