Chosen #8: Με λένε «μαμά». Μαμά σου!
Δεν έχει πολλή σημασία το αληθινό μου όνομα, σημασία έχει αυτή η αληθινή ιστορία, η ιστορία μιας υιοθεσίας, με όλα τα περίεργα, διαφορετικά και έντονα συναισθήματα που την περιβάλλουν. Μια ιστορία που σκοπό δεν έχει να επικεντρωθεί σε μια γυναίκα ή σε ένα άντρα ή σε μια σχέση, παρά μόνο στο παιδί που πρόκειται να βρει μια αγκαλιά και ένα διαφορετικό μέλλον σε μια οικογένεια.
Είναι περίεργο, το ξέρω, να γνωρίζεις το παιδί σου. Να μαθαίνεις τι του αρέσει, πως κοιμάται, τι δεν τρώει, τι το κάνει να γελάει. Σα σεμινάριο για γονείς. Οι επισκέψεις στο ίδρυμα ξεκίνησαν μια εβδομάδα μετά από την πρώτη μέρα που τον είδαμε. Οι πρώτες ημέρες ήταν συγκλονιστικές, όσο και εξοντωτικές, κουραστικές και έντονες. Οι επισκέψεις γίνονται 11.00 – 13.00 και 16.00 – 19.00, τις ώρες που τρώει και παίζει, όπως όλα τα παιδιά.
Από τη δεύτερη κιόλας μέρα τον βγάλαμε βόλτα, το ίδρυμα στεγάζεται σε ένα πολύ μεγάλο χώρο, γεμάτο παιδικές χαρές και μικρές δασικές εκτάσεις. Θέλαμε να τον απομακρύνουμε και να απομακρυνθούμε από το «σπίτι» του, λόγω της φασαρίας. Φανταστείτε ένα σπίτι με 11 παιδιά, τις φωνές, τη βαβούρα, τα κλάματα. Η βόλτα του άρεσε πολύ. Καθώς βρισκόταν σε μια από τις πιο έντονες αναπτυξιακές περιόδους, τα πάντα ήταν γι αυτόν ανακάλυψη. Τα έπιανε, τα περιεργαζόταν, τα δάγκωνε. Υπήρχαν και πράγματα που δεν είχε βιώσει ξανά, όπως να κάτσει ώρα κάτω από τον ήλιο, η να βραχεί στη βροχή, η να μπει σε αυτοκίνητο. Πράγματα αυτονόητα για όλους αλλά όχι γι αυτόν. Τα μεγάλα κλαριά από τους θάμνους τον τρόμαζαν, έτσι πηγαίναμε σιγά σιγά μαζί του και πιάναμε τα φύλλα και τα ακουμπούσαμε, για να δει και να καταλάβει πως είναι. Άρχισε να μας ρωτάει : «τι»;
Μέρα με τη μέρα έγινε το αναμενόμενο: άρχισε να μας αναγνωρίζει! Όχι ως γονείς φυσικά, αλλά ως δύο πρόσωπα που ασχολούνται μαζί του, τον φροντίζουν και τον πάνε βόλτα. Τα ονόματα μας: μαμά και μπαμπάς. Ακόμα κι αν δε σήμαινε τίποτα ουσιαστικό γι αυτόν. Υπομονή…..
Άρχισε να μας γελάει, μόλις μας έβλεπε πήγαινε στην πόρτα για να πάμε βόλτα, άρχισε δειλά δειλά να μας μιλάει, να μας κάνει πονηριές. Φυσικά , κρατούσε τη στενή του επαφή με τις κοπέλες που τον πρόσεχαν, διατηρώντας και τις προτιμήσεις του σε συγκεκριμένα άτομα. Όταν επιστρέφαμε στο δωμάτιο από τη βόλτα μας, έμπαινε μέσα με χαρά να δει τα οικεία του πρόσωπα, τις κοπέλες αλλά και τα παιδιά.
Τα μεσημέρια μας περίμενε στην κούνια του, να τον βγάλουμε, να τον αλλάξουμε, να τον ταΐσουμε και να πάμε βόλτα. Και μετά να γυρίσουμε, να του δώσουμε το γάλα του και να τον βάλουμε για ύπνο, πάντα με την υπόσχεση «θα έρθουμε πάλι αύριο». Οι ώρες αυτές δεν είχαν κινητό, δεν είχαν δουλειά, δεν είχαν φίλους, είχαν 100% χρόνο με το παιδί, προσπαθώντας να αναπληρώσουμε σε 15 ημέρες 15 μήνες που είχαμε ζήσει χωριστά.
Οι μέρες κύλησαν πολύ γρήγορα, οι αντοχές μας είχαν αρχίσει να εξαντλούνται, καθώς τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας δουλεύαμε κανονικά στις δουλειές μας και παράλληλα προετοιμάζαμε το δωμάτιο του και όλα τα πράγματα που θα χρειαζόταν. Έτρεχαν όλα τόσο γρήγορα, κι εμείς περισσότερο για να τα προλάβουμε.
Σε λίγες ημέρες θα ερχόταν στο σπίτι του, για πάντα.
