Τα παιδία παίζει...
Το παιχνίδι είναι το επάγγελμα του παιδιού!
Το παιχνίδι είναι ένα σημαντικό στοιχείο της ύπαρξης του παιδιού, από τους πρώτους κιόλας μήνες. Πραγματικά, η ικανότητα του παιχνιδιού είναι ένα χάρισμα που ακολουθεί τους περισσότερους ανθρώπους — ευτυχώς — και στην ενηλικίωση. Όμως, παρά το ότι οι ενήλικοι συνήθως πιστεύουν ότι ξέρουν πότε παίζει ένα παιδί — και μολονότι κι οι ίδιοι πλησιάζουν, συνήθως, με παιχνιδιάρικη διάθεση τα παιδιά — δεν είναι εύκολο να καθορίσουμε ακριβώς, από ποια στοιχεία αποτελείται το παιχνίδι ή ποιους σκοπούς εξυπηρετεί.
Είναι φανερό πως τα μωρά δεν παίζουν όταν κοιμούνται, όταν τρώνε ή κλαίνε, ή όταν είναι ξύπνια αλλά δεν έχουν διάθεση. Και πάλι, όταν ένα παιδί κάνει κάτι όχι ως αυτοσκοπό, αλλά για κάποιους άλλους λόγους (προκειμένου να επιτύχει, λ.χ., έγκριση ή αποδοχή), το στοιχείο του παιχνιδιού σε μια δραστηριότητα φαίνεται να υποχωρεί και μεταλλάσσεται σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με εργασία. Ούτε και πρόκειται για παιχνίδι, όταν το παιδί δεν είναι ελεύθερο να διαλέξει αν θα κάνει κάτι ή όχι. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι παίζει πραγματικά ένα παιδί, που επιμένει σε μια δραστηριότητα η οποία δεν του προκαλεί ευχαρίστηση - ούτε και το παιδί που παρακολουθεί κάποιον άλλο να κάνει κάτι, έστω κι αν αυτό το "κάτι" είναι παιχνίδι.
Τι είναι λοιπόν παιχνίδι; Ίσως το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως όταν ένα παιδί παίζει, ασχολείται με κάτι που του δίνει χαρά και ικανοποίηση, και με το οποίο αποφάσισε να ασχοληθεί κυρίως επειδή το θέλησε και όχι επειδή του το επέβαλαν.
Ο ρόλος του παιχνιδιού
Συνεπώς, το παιχνίδι είναι κάτι που τα μωρά — και οι μεγάλοι — το κάνουν επειδή τους αρέσει. Το μωρό δεν ξέρει άλλη αιτία για το παιχνίδι, εκτός τη χαρά και την ικανοποίηση που του προσφέρει. Ωστόσο, πολλοί ασχολήθηκαν με το ρόλο του παιχνιδιού στην ανάπτυξη του ατόμου και των ειδών και μερικές από τις θεωρίες γύρω από το σκοπό του παιχνιδιού, οδήγησαν σε χρήσιμα συμπεράσματα και σε στρατηγικές που εμπλουτίζουν τις ευκαιρίες του παιδιού για παιχνίδι.
Μία θεωρία του παιχνιδιού, λαμβάνει ως δεδομένο πως ο ερεθισμός για παιχνίδι είναι μια ενδογενής, βιολογική ανάγκη για καινούριες εμπειρίες. Η άποψη αυτή, που πρωτοπαρουσιάστηκε το δέκατο ένατο αιώνα από Γερμανούς ψυχολόγους, έγινε ξανά δημοφιλής στις δεκαετίες του 1960 και 70. Το κύριο επιχείρημα, βασισμένο σε παρατηρήσεις παιδιών και πειράματα σε ζώα, είναι πως οι άνθρωποι (και άλλα είδη) χρειάζονται καινούριες εμπειρίες για να αναπτυχθούν σωστά και να επιβιώσουν. Η περιέργεια που δείχνουν τα παιδιά, εκλαμβάνεται ως ένδειξη της ανάγκης τους για διέγερση. Ωστόσο, αν και πολλά στοιχεία έρχονται να στηρίξουν αυτές τις ιδέες — οπωσδήποτε, η στέρηση κατάλληλων νέων ερεθισμών οδηγεί σε μαρασμό — θα πρέπει να τονίσουμε πως η αβασάνιστη γενίκευση τέτοιων συμπερασμάτων, εγκυμονεί κινδύνους. Μια αλόγιστη παροχή υπερ-πλούσιων εμπειριών, μπορεί να αποτελέσει για το παιδί σας επικίνδυνο περιβάλλον. Τα παιδιά χρειάζονται καινούριες εμπειρίες, αλλά και ηρεμία για να μπορέσουν να τις απορροφήσουν.
Ο παιδαγωγός του δέκατου ένατου αιώνα Φρίντριχ Φρέμπελ, θεωρούσε το παιχνίδι σαν ένα τρόπο μάθησης: πίστευε πως οι γονείς έπρεπε να παρέχουν εμπειρίες και υλικά που θα βοηθούσαν τα παιδιά να κατανοήσουν τον κόσμο, αλλά και τον εαυτό τους. Παρόμοια προσέγγιση ακολούθησε και η Μαρία Μοντεσόρι, η οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πρώιμη μάθηση και το μορφωτικό παιχνίδι. Κατά την Μοντεσόρι, το παιχνίδι είναι ένα μέσο πειραματισμού, επίλυσης προβλημάτων και δημιουργίας. Τα παιδιά απολαμβάνουν το παιχνίδι, επειδή τους παρέχει μια αίσθηση αυτάρκειας η οποία τονώνει την καλή τους διάθεση. Η Μοντεσόρι πίστευε ακράδαντα στις δομημένες εμπειρίες που βοηθούν τα παιδιά να διακρίνουν —χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις τους —ήχους, χρώματα και γεύσεις. Πίστευε πως έπρεπε να παρέχεται στα παιδιά άφθονος χρόνος για να εξερευνήσουν το νερό, τη λάσπη, την άμμο, τα λουλούδια, μαθαίνοντας έτσι το φυσικό κόσμο στο δικό τους ρυθμό. Αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη συνεισφορά της στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των σημερινών γονιών: αποδεχόμαστε τώρα πια ότι τα νήπια που τους αρέσει να "τσαλαβουτάνε" στα νερά, να χύνουν άμμο ή να περιεργάζονται ένα λουλούδι που πήραν από το βάζο, πέρα από τις όποιες ζημιές τους, επιδίδονται σ' ένα πολύ σημαντικό σκοπό: προσπαθούν να ανακαλύψουν πώς συμπεριφέρονται τα στοιχεία του κόσμου τους.
Η Μοντεσόρι τόνισε επίσης πόσο σημαντικό είναι να παίρνουν οι γονείς μηνύματα από τα παιδιά τους, παρακολουθώντας τα ενδιαφέροντα του παιδιού, την ώρα που εξερευνά και παίζει. Ταυτόχρονα, υποστήριζε πως είναι ανάγκη να εμπλέκονται και οι ενήλικες και ότι τους ανήκει ο σημαντικός ρόλος να διδάξουν στα παιδιά τον κόσμο που τα περιβάλλει, παρέχοντας εμπειρίες αρκετά ελκυστικές ώστε να συντηρούν το ενδιαφέρον του παιδιού, εστιάζοντας ένα σημείο μάθησης κάθε φορά.
Ο Φρόυντ, είχε τις δικές του θεωρίες για το παιχνίδι. Γι' αυτόν, το παιχνίδι ήταν ένας τρόπος με τον οποίο το παιδί μπορούσε να εκφράσει τα συναισθήματα του, μαθαίνοντας ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει φοβίες και φαντασιώσεις του υποσυνείδητου. Το παιχνίδι είχε σχεδιαστεί για να κυριαρχεί συμβολικά στο περιβάλλον, σε μια προσπάθεια να ελαττωθεί το αίσθημα της απειλής που βιώνουν τα παιδιά, σ' έναν κόσμο τρομαχτικό και ανεξέλεγκτο. Παίζοντας, αισθάνονται ότι ελέγχουν απόλυτα το περιβάλλον τους. Παιχνίδια φαντασίας ιδιαίτερα, επιτρέπουν στο παιδί να μεταμορφώσει τον κόσμο σε κάτι λιγότερο τρομαχτικό, αφού αναπλάθει την πραγματικότητα με πιο αποδεκτή μορφή.
Μία από τις πληρέστερες θεωρίες για το παιχνίδι, προέρχεται από τον Ελβετό ψυχολόγο Ζαν Πιαζέ, ο οποίος πίστευε ότι το παιχνίδι συνεισφέρει στη διαδικασία σχηματισμού της νοημοσύνης. Τόνισε ότι για τα μωρά — από νεογέννητα μέχρι και δύο ετών — που χρησιμοποιούν τις αισθήσεις τους για να εξερευνήσουν τον κόσμο, το παιχνίδι προσλαμβάνει τη μορφή της επανάληψης των ίδιων εξερευνήσεων —α γγίζουν, γεύονται, μυρίζουν, κοιτάζουν και ακούνε μέχρι που να κυριαρχήσουν απόλυτα σε κάθε καινούριο υλικό - έπειτα, από τη στιγμή που ελέγχουν το αντικείμενο ή την εμπειρία, παρακινούνται ν' ασχοληθούν, να παίξουν περισσότερο μαζί του, εξαιτίας της ικανοποίησης που τους προσφέρει η αίσθηση της κυριαρχίας.
Ο Πιαζέ πίστευε πως τα παιχνίδια φαντασίας, με τα οποία καταγίνονται συνήθως παιδιά ηλικίας δώδεκα έως δεκαπέντε μηνών, δεν διαφέρουν από οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι, παρά μονάχα στο σημείο ότι τα παιδιά δεν χρησιμοποιούν τα παιχνίδια αυτά για να μάθουν κάτι καινούριο, αλλά για να ασχοληθούν με κάτι που ήδη γνωρίζουν. Δεν μαθαίνουν να πίνουν από το ποτήρι, παρασταίνοντας ότι πίνουν από ένα άδειο ποτήρι - την ώρα που πάνω στο παιχνίδι τους, καμώνονται ότι πίνουν, εξασκούν μια ήδη γνωστή δεξιότητα, κερδίζοντας σιγουριά κι απολαμβάνοντας ικανοποίηση από την αίσθηση της κυριαρχίας.
Μόλο που το όνομα του Πιαζέ συνδέθηκε στενά με τις μαθησιακές πλευρές του παιχνιδιού — αφού αυτός κυρίως τόνισε τη σχέση ανάμεσα στο παιχνίδι και τη μάθηση — η μεγαλύτερη ίσως συνεισφορά του στους γονείς μικρών παιδιών, υπήρξε το ότι τους ενθάρρυνε να παρέχουν στα μικρά τους ευκαιρίες για να εξασκούν και να απολαμβάνουν τις καινούριες τους δεξιότητες.
Έτσι, όπως λέει ο Φρέμπελ, "το παιχνίδι δεν είναι κάτι κοινότοπο, αλλά μια πολύ σοβαρή και σημαντική ενασχόληση". Όταν λογαριάσουμε πόσο βοηθάει το παιδί να μάθει να κυριαρχεί στον κόσμο του, κατανοούμε αυτούς που λένε, συχνά, ότι "το παιχνίδι είναι το επάγγελμα του παιδιού". Παρ' όλα αυτά, μόλο που οπωσδήποτε πρέπει να ασχολούμαστε πολύ σοβαρά με το παιχνίδι, οι γονείς κινδυνεύουν να χάσουν το αληθινό νόημα αν επικεντρώσουν όλο το ενδιαφέρον τους στη σημασία και το σκοπό του παιχνιδιού. Καλύτερα να εστιάζουμε την προσοχή μας στη χαρά που προσφέρει: τα παιδιά παίζουν επειδή τους αρέσει το παιχνίδι. Αν κρατήσουμε αυτό στο μυαλό μας, όλα τα άλλα θα έρθουν φυσιολογικά.
Διαβάστε αύριο: Πώς αναπτύσσεται το παιχνίδι