Καρκίνος μαστού και εγκυμοσύνη





Βάνια Σταφυλά, MD, PhD

Χειρουργός Μαστού
Συνεργάτης Τμήματος Μαστού Μαιευτηρίου ΛΗΤΩ


O καρκίνος του μαστού αποτελεί τη συχνότερη αιτία θανάτου για τις γυναίκες στις μέρες μας. Σε όλο τον κόσμο η συχνότητά του παρουσιάζει αύξηση και πάνω από 1 εκατομμύριο νέες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο. Υπολογίζεται ότι στη Μ. Βρετανία 1 στις 9 γυναίκες θα αναπτύξουν καρκίνο μαστού κάποια στιγμή στη ζωή τους.

Η νόσος μπορεί να προσβάλλει κάθε ηλικία κι ενώ μέχρι τώρα τα κρούσματα νέων γυναικών με καρκίνο ήσαν σπάνια, τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται η τάση για εμφάνιση του και στις μικρότερες ηλικίες.

Αποτέλεσμα αυτής της «επέκτασης» της νόσου σε νεότερες γυναίκες είναι να προσβάλλονται και εγκυμονούσες ή λεχωίδες. Φυσικά το φαινόμενο αυτό είναι σπάνιο και υπολογίζεται ότι νοσεί 1 στις 3.000 εγκυμονούσες.

Ο καρκίνος του μαστού στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού θέτει σοβαρά διαγνωστικά και θεραπευτικά προβλήματα στον ιατρό και προκαλεί ακόμα περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα και ηθικά διλήμματα στην εγκυμονούσα και το περιβάλλον της, διότι δεν αρκεί να αντιμετωπισθεί μόνο η ίδια με τον καλύτερο τρόπο, αλλά θα πρέπει να εξασφαλιστεί και η υγεία του εμβρύου και αργότερα του νεογνού.

Πώς εμφανίζεται όμως ο καρκίνος του μαστού σε μια γυναίκα που εγκυμονεί ή που θηλάζει; Είναι γνωστό ότι σε αυτή την περίοδο ορμόνες όπως τα οιστρογόνα, η προγεστερόνη, η προλακτίνη και τη χοριακή γοναδοτροπίνη αυξάνονται. Ο μαστός επηρεάζεται άμεσα, με αποτέλεσμα να υπερπλάσσονται τα λόβια και οι πόροι που περιέχει, να αυξάνεται η αγγείωση του, συνεπώς να γίνεται μεγαλύτερος, βαρύτερος και με πολλούς όζους. Η εξέταση του σε αυτή τη φάση γίνεται δύσκολη, παρόλα αυτά οι εγκυμονούσες δεν θα πρέπει να αποθαρρύνονται και να αποφεύγουν να αυτοεξετάζονται, διότι το συχνότερο και συνήθως μοναδικό σύμπτωμα του καρκίνου του μαστού είναι μια μάζα που είναι ανώδυνη αλλά ψηλαφάται, συνήθως από τις ίδιες τις γυναίκες για πρώτη φορά.

Η αυτοεξέταση, συνεπώς, στην εγκυμοσύνη μπορεί να είναι δύσκολη αλλά επιβάλλεται. Εάν δε λάβουμε υπόψη μας ότι οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού στην εγκυμοσύνη ανακαλύπτονται με μεγάλη καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται σημαντικά η πρόγνωση της νόσου, η αυτοεξέταση είναι το πρώτο και βασικότερο βήμα για την έγκαιρη διάγνωση.

Αυτό, βέβαια δε σημαίνει ότι κάθε μάζα που μπορεί μια εγκυμονούσα να ψηλαφά στο μαστό της είναι καρκίνος - θα πρέπει όμως χωρίς καθυστέρηση να απευθύνεται στον ιατρό της και εν συνεχεία να υποβάλλεται σε μια σειρά διαγνωστικών εξετάσεων.

Η πρώτη και συνηθέστερη εξέταση είναι το υπερηχογράφημα του μαστού, το οποίο είναι εντελώς ακίνδυνο - δεν εκπέμπει ακτινοβολία - και μας δίνει σημαντικές πληροφορίες. Εν συνεχεία, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, μπορεί να γίνεται και μαστογραφία με ειδική προστασία για το έμβρυο. Η μαγνητική μαστογραφία δεν ενδείκνυται στις εγκυμονούσες, διότι, παρά το ότι δεν εκπέμπεται ακτινοβολία, το γαδολίνιο, μια ουσία που χορηγείται στο αίμα της εγκύου κατά τη διάρκεια της εξέτασης, επηρεάζει το έμβρυο.

Όλες οι μάζες που ψηλαφώνται στο μαστό μιας εγκύου και μας θέτουν σε υποψίες θα πρέπει να υποβάλλονται σε βιοψία, πριν αποφασιστεί οποιοσδήποτε περαιτέρω χειρισμός τους, είτε αυτός είναι παρακολούθηση, είτε χειρουργική αφαίρεση. Η διαδερμική βιοψία με βελόνη (core biopsy) είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος. Μπορεί να γίνει στο ιατρείο μαστού με τοπική αναισθησία, δεν χρησιμοποιούνται ράμματα, είναι σχεδόν ανώδυνη για την ασθενή και δεν επηρεάζει καθόλου την εικόνα του μαστού. Τα αποτελέσματά της είναι εντυπωσιακά, αφού ουσιαστικά λαμβάνουμε ένα μικρό κομμάτι από τη μάζα που θέλουμε να ελέγξουμε, το οποίο εξετάζεται στο παθολογοανατομικό εργαστήριο. Έτσι μπορούμε με απόλυτη βεβαιότητα να αποφασίσουμε για το αν η μάζα που ψηλαφάμε είναι καρκίνος ή όχι και να ακολουθήσουμε τη σωστή θεραπεία.

Οι δυνατότητες που έχουμε σήμερα για θεραπεία του καρκίνου του μαστού στις εγκυμονούσες είναι πολλές. Το ουσιαστικότερο είναι η ασθενής να αντιμετωπίζεται από ομάδα εξειδικευμένων ιατρών που αποτελείται από τον μαιευτήρα - γυναικολόγο, τον χειρουργό μαστού, τον ακτινολόγο, τον παθολόγο-ογκολόγο, τον ακτινοθεραπευτή , τον παθολογοανατόμο και έναν ψυχολόγο, οι οποίοι θα αποφασίσουν για την κατάλληλη θεραπεία, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη της γυναίκας.

Σύμφωνα με μελέτες, η διακοπή της κυήσεως δεν αλλάζει την πρόγνωση του καρκίνου του μαστού, όπως πιστεύαμε παλαιότερα. Η γυναίκα, δηλαδή, μπορεί να συνεχίσει την εγκυμοσύνη της ακόμα και μετά τη διάγνωση του καρκίνου. Θα πρέπει όμως να χειρουργηθεί το συντομότερο δυνατό, και να ακολουθήσει πρόγραμμα χημειοθεραπείας. Το χειρουργείο του μαστού στην εγκυμοσύνη είναι ακίνδυνο για το έμβρυο. ‘Όσο για την χημειοθεραπεία, επιτρέπεται η χορήγησή της στην εγκυμονούσα εφόσον έχει περάσει την 16η εβδομάδα της κυήσεως. Η ακτινοθεραπεία, που αποτελεί βασικό μέρος της θεραπείας του καρκίνου του μαστού, είναι η μόνη που δεν επιτρέπεται κατά τη διάρκεια της κύησης και του θηλασμού, καθώς και η ενδοκρινική θεραπεία, η χορήγηση δηλαδή ορμονών.

Η πρόγνωση του καρκίνου του μαστού στις εγκυμονούσες είναι η ίδια με τον καρκίνο στις μη εγκυμονούσες. Η αντίληψη που επικρατεί ότι στην εγκυμοσύνη τα πράγματα είναι χειρότερα οφείλεται βασικά στο ότι η διάγνωση στις έγκυες καθυστερεί και στο μεταξύ η νόσος εξελίσσεται. Ο καρκίνος του μαστού μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς και στις έγκυες γυναίκες, μα καλά αποτελέσματα για τις ίδιες και ασφάλεια για το παιδί τους, αρκεί η διάγνωση να τεθεί έγκαιρα και με το σωστό τρόπο.


Bιβλιογραφία
G. Pentheroudakis, R. Orecchia, HJ. Hoekstra, N. Pavlidis. Cancer, fertility and pregnancy:ESMO Clinical Practice Guidelines for diagnosis, treatment and follow up. Annals of Oncology 2010 21 (5);266-273
Breast Surgery, a companion to specialist surgical practice. Third Edition. Edited by Michael Dixon. Elsevier Saunders Publications 2006
Pregnancy and Breast Cancer. Guideline No 12. Royal College of Obstetricians and Gynaecologists. January 2004