Παιδί και χαμηλό ανάστημα


Ένα παιδί θεωρείται ότι έχει χαμηλό ανάστημα όταν το ύψος του είναι μικρότερο από τις τιμές που θεωρούνται φυσιολογικές για την ηλικία και το φύλο του. Στατιστικά, προσδιορίζεται ως το ανάστημα που είναι χαμηλότερο από το μέσο όρο κατά 3-4 μονάδες. Συνεπώς, σε ένα καθιερωμένο διάγραμμα ανάπτυξης, αυτή η μέτρηση θα βρίσκεται στο τρίτο εκατοστημόριο ή κάτω από αυτό. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον τα 97 από τα 100 παιδιά της ίδιας ηλικίας και του ίδιου φύλου είναι ψηλότερα από αυτό.

Επιπλέον, αν το παιδί ψηλώνει λιγότερο από 5 εκ. ετησίως, ο γιατρός οφείλει να ερευνήσει τα αίτια, ακόμα και αν το ανάστημα του παιδιού βρίσκεται πάνω από το τρίτο εκατοστημόριο. Το ύψος του παιδιού πρέπει να μετριέται κατά τη γέννηση και, έπειτα, σε κάθε επίσκεψη στον παιδίατρο.

Μέχρι το 2ο έτος, το παιδί πρέπει να ξαπλώνει για να μετρήσουμε το ύψος του. Στη συνέχεια, το ύψος μετριέται σε όρθια στάση. Οι ακριβείς, αλλεπάλληλες μετρήσεις του ύψους είναι σημαντικές, τόσο για την παρακολούθηση της ανάπτυξης του παιδιού όσο και για τον εντοπισμό τυχόν ανωμαλιών. Σε κάθε ηλικία, διάφοροι παράγοντες συμβάλλουν στον καθορισμό του ύψους του παιδιού.

Το γενετικό προφίλ, που εκφράζεται στο ανάστημα των γονιών και των προγόνων, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της ανάπτυξης του παιδιού υπό φυσιολογικές συνθήκες. Το ύψος ενός βρέφους δεν είναι πάντα ενδεικτικό του μεταγενέστερου ύψους του. Για παράδειγμα, ένα βρέφος μπορεί να αναμενόταν ψηλότερο λόγω του γενετικού προφίλ του, αλλά να είναι κοντό κατά τη γέννησή του.

Πολλά βρέφη εμφανίζουν αλλαγή των αναπτυξιακών τους μοτίβων μετά τη μετάβαση από το προγεννητικό αναπτυξιακό μοτίβο στο γενετικά καθορισμένο αναπτυξιακό μοτίβο. Σε γενικές γραμμές, αυτή η αλλαγή λαμβάνει χώρα κατά τα τέλη του 1ου ή 2ου έτους. Κατά το 2ο έτος, τα παιδιά εμφανίζουν ένα σχετικά σταθερό αναπτυξιακό μοτίβο. Έπειτα, από το 4ο έτος μέχρι την εφηβεία, τα παιδιά ψηλώνουν 5-7 εκ. ετησίως. Στην εφηβεία, η ανάπτυξη είναι ταχύτερη.

Τα κορίτσια αναπτύσσονται πιο νωρίς από τα αγόρια. Οι έφηβοι μπορεί να εμφανίσουν αυτή την αναπτυξιακή «έκρηξη» πρώιμα, την αναμενόμενη περίοδο ή αργοπορημένα. Η περίοδος μέγιστης ανάπτυξης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την περίοδο της σεξουαλικής ωριμότητας.

Στα παιδιά, η ανάπτυξη τελείται στις άκρες των μακριών οστών που καλούνται επιφύσεις. Κατά την ολοκλήρωση της ανάπτυξης, οι επιφύσεις συγκλίνουν και η ανάπτυξη παύει στα άνω και κάτω άκρα. Αυτή η διαδικασία ολοκληρώνεται κατά το 15ο έτος στα κορίτσια και κατά το 17ο έτος στα αγόρια.

Πού μπορεί να οφείλεται το χαμηλό ανάστημα;

Υπάρχουν πολλά αίτια. Μην ξεχνάτε ότι το «χαμηλό ανάστημα» είναι απλώς ένας στατιστικός αριθμός. Συνεπώς, το χαμηλό ανάστημα δεν συνδέεται απαραίτητα με κάποιο πρόβλημα υγείας. Δύο συνήθη αίτια είναι το οικογενές χαμηλό ανάστημα και το ιδιοπαθές (μη οικογενές) χαμηλό ανάστημα, που θεωρούνται φυσιολογικές παραλλαγές των αναπτυξιακών μοτίβων και δεν συνιστούν πάθηση.

Τα παιδιά που ήταν ανέκαθεν κοντά, αλλά είναι υγιή και αναπτύσσονται φυσιολογικά και με σταθερό ρυθμό, έχουν οικογενές χαμηλό ανάστημα. Οι γονείς και οι πρόγονοί τους είναι συνήθως κοντοί. Τα οστά του παιδιού ωριμάζουν με φυσιολογικό ρυθμό και η φάση της εφηβείας ξεκινά την αναμενόμενη περίοδο.

Τα παιδιά με οικογενές χαμηλό ανάστημα είναι υγιή και αποκτούν το ανάστημα που προβλέπει το γενετικό προφίλ τους. Τα παιδιά με ιδιοπαθές χαμηλό ανάστημα έχουν φυσιολογικό ύψος κατά τη γέννηση, αλλά αργότερα μεταβαίνουν σε χαμηλότερα εκατοστημόρια. Κατά τη σχολική τους ηλικία αναπτύσσονται φυσιολογικά. Σε εκείνη τη φάση, ο γιατρός μπορεί να παρατηρήσει υστερημένη ωριμότητα των οστών, γεγονός που αποδεικνύει την ύπαρξη δυναμικού για μεταγενέστερη εξέλιξη.

Κατά την πρώτη φάση της εφηβείας, αυτά τα παιδιά εξακολουθούν να αναπτύσσονται με αργό ρυθμό, ενώ εισέρχονται στην εφηβεία αργότερα από τους συνομηλίκους τους. Κατά την ολοκλήρωση της εφηβείας, τα άτομα με ιδιοπαθές χαμηλό ανάστημα αποκτούν φυσιολογικό ύψος. Συχνά υπάρχει οικογενειακό ιστορικό παρόμοιου μοτίβου ανάπτυξης. Το χαμηλό ανάστημα μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες.

Τα παιδιά που πάσχουν από σοβαρές παθήσεις της καρδιάς, των νεφρών ή των πνευμόνων, καθώς και όσα παρουσιάζουν φλεγμονώδη εντερικά νοσήματα, συχνά έχουν χαμηλό ανάστημα. Τα παιδιά με σύνδρομο Down μπορεί να μην είναι ψηλά. Παρότι ο γιατρός εντοπίζει τις περισσότερες χρωμοσωμικές ανωμαλίες στη βρεφική ηλικία, το πρόβλημα όσων κοριτσιών εμφανίζουν τη χρωμοσωμική ανωμαλία που συνδέεται με το σύνδρομο Turner, μπορεί να περάσει απαρατήρητο, μέχρις ότου ο γιατρός εντοπίσει το χαμηλό ανάστημα και την καθυστερημένη εφηβεία.

Τα παιδιά με ενδοκρινικές διαταραχές που σχετίζονται με ορμονικές ανεπάρκειες, μπορεί επίσης να έχουν χαμηλό ανάστημα. Σε αυτές συγκαταλέγονται ο υποθυρεοειδισμός και το σύνδρομο Cushing (υψηλά επίπεδα κορτιζόλης). Η ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης είναι σπάνια. Άλλα σπάνια γενετικά σύνδρομα ή ανωμαλίες οστών μπορεί να συνδέονται με το χαμηλό ανάστημα ή το νανισμό. Η κακή διατροφή σπάνια θεωρείται αίτιο χαμηλού αναστήματος στις ανεπτυγμένες χώρες, αν και μπορεί να συνδέεται με την ανεπαρκή αύξηση του βάρους.

Πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται το χαμηλό ανάστημα;

Το ύψος του παιδιού πρέπει να μετριέται σε κάθε επίσκεψη στον παιδίατρο. Ο γιατρός θα καταγράφει τις μετρήσεις στο καθιερωμένο διάγραμμα. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει τον έγκαιρο εντοπισμό του χαμηλού αναστήματος. Τα παιδιά με χαμηλό ανάστημα εξετάζονται σχολαστικά από το γιατρό, ο οποίος μελετά τις λεπτομέρειες που αφορούν στην εγκυμοσύνη, τον τοκετό, το οικογενειακό ιστορικό (συμπεριλαμβανομένου του ύψους και του βάρους των γονιών και των προγόνων), τη γενική υγεία του παιδιού, την ανάπτυξή του, καθώς και τις λεπτομέρειες που αφορούν στην εφηβεία (εφόσον το παιδί έχει εισέλθει στην εφηβική ηλικία).

Θα μετρήσει με ακρίβεια το βάρος, το ύψος και την περίμετρο του κεφαλιού του παιδιού, εξετάζοντας και τις προηγούμενες μετρήσεις. Θα κάνει πλήρη σωματική εξέταση, δίνοντας βάση στις ενδείξεις που παραπέμπουν σε πιθανά γενετικά σύνδρομα, ενδοκρινικές διαταραχές ή χρόνιες παθήσεις.  Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, μετά τη σχολαστική σωματική εξέταση και τη λεπτομερή εξέταση του ιστορικού του παιδιού και της οικογένειάς του, ο γιατρός προβαίνει σε διάγνωση.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να συστήσει περαιτέρω εξετάσεις, όπως ακτινογραφία χεριού, ώστε να αξιολογηθεί η ωριμότητα των οστών του παιδιού, καθώς και πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, προκειμένου να αξιολογηθεί η λειτουργία των νεφρών και να εντοπιστούν τυχόν φλεγμονώδεις παθήσεις ή δυσλειτουργίες του θυρεοειδούς αδένα.

Επίσης, μπορεί να ζητήσει χρωμοσωμική ανάλυση αίματος. Αν εντοπιστούν διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα ή της αυξητικής ορμόνης, ο γιατρός θα παραπέμψει τους γονείς σε παιδιατρικό ενδοκρινολόγο για περαιτέρω εξετάσεις και θεραπεία. Όσον αφορά στις φυσιολογικές παρεκκλίσεις τιμών –οικογενές χαμηλό ανάστημα και ιδιοπαθές χαμηλό ανάστημα–, ο γιατρός θα ενημερώσει τους γονείς ότι το παιδί είναι υγιές. Η θεραπεία για παιδιά με ιδιοπαθές χαμηλό ανάστημα πρέπει να γίνεται πάντα σε συνεργασία με έναν παιδιατρικό ενδοκρινολόγο.